Sprint$501646$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Sprint$501646$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Sprint (disambiguation); Sprints; SPRINT; Sprint races

Sprint      
n. βραχύ τρέξιμο, γρήγορο τρέξιμο
relay race         
  • Relays commemorative coin]]
  • A final-leg runner for the [[University of Wisconsin]]
  • Two runners prepare to pass the baton.
  • Swimmers about to make the pass during a relay race
TEAM SPORT IN ATHLETICS, SWIMMING, ETC
Relay Race; Relay racing; Relay races; Baton (running); Sprint relay; Relay team; Relay (race); Overnight Running Relay; Relay (athletics); Relay race (athletics); Relay Racing; Track relay; Medley relay (athletics); Relay running; 4 x 500 metres relay; 4 x 150 metres relay; 4 × 150 metres relay; 4 × 500 metres relay; 4 × 250 metres relay; 4x150 metres relay; 4 x 250 metres relay; 4x500 metres relay; 4x300 metres relay; 4 x 300 metres relay; 4 × 300 metres relay; 4x250 metres relay
σκυταλοδρομία

Ορισμός

sprint
¦ verb run at full speed over a short distance.
¦ noun an act or spell of sprinting.
?a short, fast race run over a distance of 400 metres or less.
?a short, fast race in cycling, horse racing, etc.
Derivatives
sprinter noun
sprinting noun
Origin
C18 (as a dialect term meaning 'a bound or spring'): related to Swed. spritta.

Βικιπαίδεια

Sprint